ιδιοποιός

ιδιοποιός
ἰδιοποιός, -όν (Α)
αυτός που ενεργεί για τον εαυτό του ή ξεχωριστά από τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. σκηνο-ποιός, ταραχο-ποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰδιοποιός — creating particularity masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοποιόν — ἰδιοποιός creating particularity masc/fem acc sg ἰδιοποιός creating particularity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοποιώ — (ΑΜ ἰδιοποιῶ, έω) [ιδιοποιός] μέσ. ιδιοποιούμαι, έομαι κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι μσν. αρχ. αξιώνω, απαιτώ κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιοποιῶν — ἰδιοποιέω make separately pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἰδιοποιός creating particularity masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”